Έγινε διαγωνισμός στο κάθε σχολείο ώστε να επιλεγούν οι 2 καλύτερες ανατριχιαστικές ιστορίες. Από το σχολείο μας επιλέγησαν οι ιστορίες της Άσπας και του Θανάση!! Διαβάστε τες!!
Μια μέρα εγώ και τα ξαδέλφια μου αποφασίσαμε να πάμε μία εκδρομή στο δάσος χωρίς οι γονείς μας να το γνωρίζουν. Τους ζητούσαμε πολύ καιρό να μας αφήσουν να το κάνουμε αλλά εκείνοι δε μας το επέτρεπαν. Την προηγούμενη Κυριακή, λοιπόν, που έλειπαν, ετοιμαστήκαμε, πήραμε φαγητό, νερό και φακούς και ξεκινήσαμε για τον προορισμό μας. Στο δρόμο τραγουδούσαμε και ανυπομονούσαμε να φτάσουμε. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι μας περίμενε…
Μόλις φτάσαμε, χαζεύαμε τη φύση γύρω μας και χαιρόμαστε να ακούμε τα πουλάκια να κελαηδούν. Προχωρήσαμε αρκετά ώσπου συναντήσαμε ένα παλιό και παράξενο σπιτάκι σχεδόν κρυμμένο πίσω από τους ψηλούς θάμνους. Χτυπήσαμε την πόρτα αλλά κανείς δεν απάντησε. Δεν το σκεφτήκαμε καθόλου! Μπήκαμε μέσα σ’ αυτό για να το εξερευνήσουμε. Παντού υπήρχε σκόνη και αράχνες. Τα παράθυρα ήταν μισοσπασμένα και το πάτωμα έτριζε! ‘Δεν μένει κανείς εδώ!’ είπα στα ξαδέλφια μου!
Ξαφνικά ακούσαμε ένα παράξενο θόρυβο και μία πόρτα να κλείνει. Το αίμα μου πάγωσε. Κοίταξα τα ξαδέλφια μου αλλά δεν είχα φωνή για να μιλήσω! ‘Τώρα τι κάνουμε;’, σκέφτηκα! ‘Κάποιος μένει εδώ και εμείς μπήκαμε σαν κλέφτες! Θα μας πιάσουν!!’
Ενώ σκεφτόμουνα όλα αυτά τα βήματα πλησίασαν και εμφανίζεται μία γριά ντυμένη στα μαύρα, πολύ τρομακτική κρατώντας ένα φανάρι. ‘Επιτέλους! Θα έχω παρέα από εδώ και εμπρός! Πάντα περίμενα τη στιγμή που όμορφα παιδάκια θα έρχονταν να μείνουν κοντά μου για πάντα!’ είπε γελώντας τρομακτικά!
Τώρα τα είχα χάσει ακόμη περισσότερο και μου ερχόταν να λιποθυμίσω! Άραγε η μητέρα μου θα με αναζητούσε; Πώς θα φεύγαμε από αυτό το σπίτι; Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου ένα σκουπόξυλο. Το αρπάζω με δύναμη και χτυπάω τα πόδια της γριάς αλλά αυτή δεν κουνήθηκε καθόλου! ‘Φάντασμαααααααααααααααα!’ ακούω τη ξαδέλφη μου να φωνάζει!
‘Όχι!!!! Μαμάάάάάά΄μου!!!!!! Βοήθεια! Δεν θα ξαναφύγω από κοντά σου!!!!!!! Μαμάάάάά!! Δεν θα ξαναπάω στο δάσος’.
‘Και καλά θα κάνεις Άσπα!’ ξαφνικά ακούω τη μαμά μου να μου λέει! ‘Γιατί είναι ώρα για το σχολείο και όχι για το δάσος!!! Σήκω!’
‘Ουφ!! Όλα αυτά ήταν μόνο ένα όνειρο!! Ένα κακό όνειρο!! Τέρμα οι περιπέτειες!’
Ήταν ένα κρύο απόγευμα του Νοέμβρη όταν αποφάσισα με τους φίλους μου να επισκεφτούμε το σπίτι του κυρ-Γιώργη. Ο κυρ-Γιώργης ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος που λάτρευε τη ζωγραφική αλλά έβγαινε πολύ σπάνια από το σπίτι του. Έτσι, όλοι έλεγαν περίεργες ιστορίες για αυτόν. Θέλαμε και εμείς να δούμε πόση αλήθεια υπήρχε σε αυτές τις ιστορίες.
Φτάσαμε στην πλαγιά του βουνού, αφήσαμε τα ποδήλατά μας στον κήπο και χτυπήσαμε διστακτικά την πόρτα. Κανείς δεν απάντησε αλλά υπήρχε μέσα ένα φως αναμμένο και έτσι ανοίξαμε και μπήκαμε. Κανείς δεν ήταν στο καθιστικό αλλά αριστερά μας υπήρχε μία σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο και από εκεί ερχόταν ένα αχνό φως. Γεμάτοι περιέργεια αλλά και κάποια αγωνία αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τα σκαλιά και βρεθήκαμε σε ένα υπόγειο διάδρομο μισοφωτισμένο και γεμάτο μισοτελειωμένους πίνακες και χρώματα. Πάνω σε ένα τραπεζάκι βλέπουμε ένα απόκομμα εφημερίδας με τη φωτογραφία του κυρ-Γιώργη σε νεαρή ηλικία αλλά με πολύ παράξενα ρούχα! Το άρθρο μιλάει για μία καταπληκτική έκθεση ζωγραφικής στις 3 Νοέμβρη του 1826 στο Παρίσι! Αφήνουμε το απόκομμα παραξενεμένοι και προχωράμε στο διάδρομο ο οποίος γινόταν όλο και πιο κρύος. Αρχίσαμε να νιώθουμε μία πολύ περίεργη αίσθηση και να ακούμε μία μηχανή να δουλεύει στο βάθος. Ο φόβος μας μεγάλωνε συνεχώς αλλά ντρεπόμασταν και να το ομολογήσουμε!
Συνεχίσαμε να περπατάμε αργά μέχρι λίγο πριν το δωμάτιο στο υπόγειο όταν στον τοίχο κολλημένο βλέπουμε άλλο ένα απόκομμα εφημερίδας. Άλλη μία έκθεση ζωγραφικής με τη φωτογραφία του κυρ-Γιώργη, πάλι σε νεαρή ηλικία και πάλι με παράξενα αλλά διαφορετικά ρούχα αυτή τη φορά. Η ημερομηνία και πάλι ήταν 3 Νοέμβρη του 1918. Ανατριχιάσαμε και δεν ξέραμε τι να σκεφτούμε. Ο ήχος της μηχανής άρχισε να γίνεται όλο και πιο δυνατός και να έρχεται προς το μέρος μας. Τότε φοβηθήκαμε για τα καλά και αρχίσαμε να τρέχουμε προς τη σκάλα. Ένας από τους φίλους μου μέσα στον πανικό του έπεσε και χτύπησε ενώ οι υπόλοιποι προσπαθήσαμε να τον σηκώσουμε και να τον βοηθήσουμε να βγούμε όλοι έξω. Ο αέρας γινόταν όλο και πιο παγωμένος και δυνατός και ερχόταν από την έξοδο μπροστά μας ενώ η μηχανή πίσω μας φαινόταν να μας ακολουθεί. Οι φακοί μας άρχισαν να σβήνουν ενώ ο πανικός μας μεγάλωσε. Μόλις πατήσαμε το πόδι μας στο ισόγειο, ο ήχος της μηχανής και ο αέρας σώπασαν σαν κάποια δύναμη να ήθελε να μας διώξει από το υπόγειο.
Βγήκαμε από το σπίτι με τρεμάμενα πόδια. Γυρίσαμε και το κοιτάξαμε για τελευταία φορά. Το μέρος τώρα πια μας φαινόταν στοιχειωμένο από κάποια ζωντανή άγνωστη δύναμη! Ποια άραγε; Και πού ήταν ο γέροντας; Και άραγε ποιος ήταν τελικά ο κυρ-Γιώργης; Θα βρίσκαμε απάντηση σε αυτό το ερώτημα; Θα βρίσκαμε το θάρρος να ξαναπάμε στο σπιτάκι; Ή θα έμενε για πάντα ένα μυστήριο;